καλοζωισμένος

καλοζωισμένος
και καλοζώητος, -η, -ο
αυτός που περνά καλή και άνετη ζωή, αυτός που ζει ή έζησε με ευμάρεια, καλοπερασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + (< επίρρ. καλά) + ζωισμένος (< ζωίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλοζωισμένος — η, ο αυτός που περνάει καλή ζωή, καλοπερασμένος: Φαίνεται νεότερος απ όσο είναι, γιατί ναι καλοζωισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευζώητος — εὐζώητος, ον (Μ) καλοζωισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωητός (< ζωή)] …   Dictionary of Greek

  • ευτράφητος — εὐτράφητος, ον [ευτραφώ] αυτός που αγαπά την τροφή, που ζει με τρυφή, ο καλοζωισμένος …   Dictionary of Greek

  • καλοζώητος — η, ο καλοζωισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”